Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσκινιστής

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].