κουρούπι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(21)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) &GT; <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[τουλούπα]] <span style="color: red;"><</span> [[τολύπη]])].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) > <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[τουλούπα]] <span style="color: red;"><</span> [[τολύπη]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

το
1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα
2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες
3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται» — κανένα κακό δεν χάνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορούπιον (με αφομοίωση) > κορύπιον (υποκορ. του κορύπη), με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. τουλούπα < τολύπη)].