κρεατής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ί<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρεατί</i><br /><i>το</i> [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] -<i>ής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσ</i>-<i>ής</i>, <i>κανελ</i>-<i>ής</i>)].
|mltxt=-ιά, -ί<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρεατί</i><br /><i>το</i> [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] -<i>ής</i> ([[πρβλ]]. <i>θαλασσ</i>-<i>ής</i>, <i>κανελ</i>-<i>ής</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατί
το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα -ής (πρβλ. θαλασσ-ής, κανελ-ής)].