Κυματολήγη: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(22) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κυματολήγη]], ἡ (Α)<br />(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λήγη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήγω]])]. | |mltxt=[[Κυματολήγη]], ἡ (Α)<br />(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λήγη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήγω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κῡμᾰτολήγη:''' ἡ ([[λήγω]]), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Κῡμᾰτολήγη: ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, ὄνομα Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.
Greek Monolingual
Κυματολήγη, ἡ (Α)
(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -λήγη (< λήγω)].
Greek Monotonic
Κῡμᾰτολήγη: ἡ (λήγω), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ.