Anonymous

λαγαρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγαρίζομαι]] και λαγαρύ<br />ζομαι και [[λαγυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[περνώ]] φτωχικά και στερημένα, [[μόλις]] τά [[καταφέρνω]] («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] με τον αγκώνα<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[ξύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]]. Οι τ. [[λαγαρύζομαι]] και [[λαγυρίζομαι]] [[είναι]] διαφορετικές γραφές του [[λαγαρίζομαι]].
|mltxt=[[λαγαρίζομαι]] και λαγαρύ<br />ζομαι και [[λαγυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[περνώ]] φτωχικά και στερημένα, [[μόλις]] τά [[καταφέρνω]] («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] με τον αγκώνα<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[ξύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]]. Οι τ. [[λαγαρύζομαι]] και [[λαγυρίζομαι]] [[είναι]] διαφορετικές γραφές του [[λαγαρίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγᾰρίζομαι:''' Παθ., είμαι [[χαλαρός]], [[νωθρός]] ή αποστεώνομαι, [[λιμοκτονώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}