Anonymous

λαγαρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγᾰρίζομαι:''' Παθ., είμαι [[χαλαρός]], [[νωθρός]] ή αποστεώνομαι, [[λιμοκτονώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λᾰγᾰρίζομαι:''' Παθ., είμαι [[χαλαρός]], [[νωθρός]] ή αποστεώνομαι, [[λιμοκτονώ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγᾰρίζομαι:''' предполож. с трудом существовать, кое-как перебиваться Arph.
}}
}}