λαγαρίζομαι

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγᾰρίζομαι Medium diacritics: λαγαρίζομαι Low diacritics: λαγαρίζομαι Capitals: ΛΑΓΑΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: lagarízomai Transliteration B: lagarizomai Transliteration C: lagarizomai Beta Code: lagari/zomai

English (LSJ)

Pass., dub. sens., Ar.V.674 ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον, expld. by Sch. τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὅ ἐστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα, i.e.
A getting a poor living out of the ballot-box.
II prob. scrape, Pherecr.121.
III jog or nudge with the elbow, = σκαλεύειν, Hsch. (v.l. λαγαρυζόμενον in Ar.l.c., λαγυριζόμενοι in Pherecr. l.c.).
B intr. in Act., of the pulse, Archig. ap. Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 3] od. λαγαρύζομαι, Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

être faible, mollir en parl. du vent ; ou pê fouiller dans, gratter.
Étymologie: λαγαρός.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγᾰρίζομαι: предполож. с трудом существовать, кое-как перебиваться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγᾰρίζομαι: Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ τύπος εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

λαγαρίζομαι και λαγαρύ
ζομαι και λαγυρίζομαι (Α)
1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.)
2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα
3. αποξέω, ξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι είναι διαφορετικές γραφές του λαγαρίζομαι.

Greek Monotonic

λᾰγᾰρίζομαι: Παθ., είμαι χαλαρός, νωθρός ή αποστεώνομαι, λιμοκτονώ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λᾰγᾰρίζομαι,
Pass. to be slack or gaunt through hunger, to starve, Ar.; λᾰγᾰρόομαι, Pass. to be or become slack: of frozen water, to be in the act of thawing, Anth. [from λᾰγᾰρός]