μόργος: Difference between revisions

1,122 bytes added ,  2 January 2019
2
(25)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις [[κατά]] τις οποίες ο τ. [[μόργος]] μπορεί να συνδέεται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Αμοργός</i> ή με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. [[μολγός]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[δέρμα]] βοδιού»].
|mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις [[κατά]] τις οποίες ο τ. [[μόργος]] μπορεί να συνδέεται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Αμοργός</i> ή με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. [[μολγός]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[δέρμα]] βοδιού»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">twined basket of a chariot, in which straw and chaff was transported</b> (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also <b class="b3">σκύτινον</b> or <b class="b3">βόειον τεῦχος</b> <b class="b2">leather ware</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">μοργεύω</b> <b class="b2">transort in a μόργος</b> (Poll. l.c.). Unclear <b class="b3">μόργιον μέτρον γῆς</b>, <b class="b3">ὅ ἐστι πλέθρον</b>. <b class="b3">καὶ εἶδος ἀμπέλου</b> H. Chantraine reads <b class="b3">μόρτιον</b> and connects <b class="b3">μορτή</b>, without argumentation.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as <b class="b2">protoidg.</b> with <b class="b3">Ἀμοργός</b> and other Anatolian names. In the sense of <b class="b2">leather ware</b> after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to <b class="b3">ὀμόργνυμι</b> etc. (Cf. <b class="b3">μύρσος</b>.)
}}
}}