Anonymous

μόργος: Difference between revisions

From LSJ
1,013 bytes added ,  29 September 2017
25
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.
|lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις [[κατά]] τις οποίες ο τ. [[μόργος]] μπορεί να συνδέεται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Αμοργός</i> ή με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. [[μολγός]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[δέρμα]] βοδιού»].
}}
}}