3,273,773
edits
(6_14) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ. | |lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις [[κατά]] τις οποίες ο τ. [[μόργος]] μπορεί να συνδέεται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Αμοργός</i> ή με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. [[μολγός]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[δέρμα]] βοδιού»]. | |||
}} | }} |