μόργος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόργος Medium diacritics: μόργος Low diacritics: μόργος Capitals: ΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: mórgos Transliteration B: morgos Transliteration C: morgos Beta Code: mo/rgos

English (LSJ)

ὁ,
A body of a wicker cart, used for carrying straw and chaff, Poll.7.116.
II leather vessel, Hsch. μοργυίων· σπαργάνων, Id. μοργυλλεῖ· χρονουλκεῖ, Id.

German (Pape)

[Seite 207] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = μολγός.

Greek (Liddell-Scott)

μόργος: ὁ, περίφραγμα ὑπὲρ τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον ὅπως προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, Πολυδ. Ζ΄, 116· πρβλ. μοργεύω. ΙΙ. σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μόργος, ὁ (Α)
1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί να συνδέεται με το τοπωνύμιο Αμοργός ή με το ρ. ὀμόργνυμι «σφουγγίζω» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. μολγός «δερμάτινος σάκος, δέρμα βοδιού»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: twined basket of a chariot, in which straw and chaff was transported (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also σκύτινον or βόειον τεῦχος leather ware.
Derivatives: μοργεύω transort in a μόργος (Poll. l.c.). Unclear μόργιον μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H. Chantraine reads μόρτιον and connects μορτή, without argumentation.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as protoidg. with Ἀμοργός and other Anatolian names. In the sense of leather ware after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to ὀμόργνυμι etc. (Cf. μύρσος.)

Frisk Etymology German

μόργος: {mórgos}
Grammar: m.
Meaning: geflochtener Wagenkorb, in dem Stroh und Spreu transportiert wird (Poll. 7, 1 16, H.); nach H. auch σκύτινον od. βόειον τεῦχος Gerät aus Leder.
Derivative: Davon μοργεύω [[in einem μόργος transportieren]] (Poll. a.a.O.). Unklar μόργιον· μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H.
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 verbindet es als protoidg. mit Ἀμοργός und anderen anatolischen Namen. Im Sinn von ledernes Gerät nach H. Petersson (s. WP. 2, 283) als "abgestreifte Haut" zu ὀμόργνυμι usw. Vgl. μύρσος.
Page 2,254