μεσόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(24) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>μουσ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>μουσ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μεσόφωνος]]<br />τραγουδίστρια της όπερας που η [[φωνή]] της κυμαίνεται [[ανάμεσα]] στον τόνο της υψιφώνου, [[σοπράνο]], και της βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. [[μετζοσοπράνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υψί</i>-<i>φωνος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος
μουσ. το θηλ. ως ουσ. η μεσόφωνος
τραγουδίστρια της όπερας που η φωνή της κυμαίνεται ανάμεσα στον τόνο της υψιφώνου, σοπράνο, και της βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. μετζοσοπράνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].