λατινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>φρων</i>, <i>κοινό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (Μ [[λατινόφρων]], -ον)<br />αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>φρων</i>, <i>κοινό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ον (Μ λατινόφρων, -ον)
αυτός που ασπάζεται τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό-φρων, κοινό-φρων].