λάξαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάξαι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λακτίσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαξ</i>). Ο τ. συνδέεται με το [[λακτίζω]].
|mltxt=[[λάξαι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λακτίσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- ([[πρβλ]]. <i>λαξ</i>). Ο τ. συνδέεται με το [[λακτίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λάξαι: «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λάξαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω.