λικροί: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=likroi | |Transliteration C=likroi | ||
|Beta Code=likroi/ | |Beta Code=likroi/ | ||
|Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<b class="b3">οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων</b>, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one that licks]], Gloss. (better λείκτης).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:40, 1 July 2020
English (LSJ)
οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω)
A one that licks, Gloss. (better λείκτης).
Greek (Liddell-Scott)
λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].