λούμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(23)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοῡμα, -ατος, τὸ (AM) [[λούω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λουτρό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυάκι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «λούματα<br />τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».
|mltxt=λοῦμα, -ατος, τὸ (AM) [[λούω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λουτρό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυάκι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «λούματα<br />τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

λοῦμα, -ατος, τὸ (AM) λούω
μσν.
λουτρό
αρχ.
1. ρυάκι
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα
τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».