λουτρό
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
το (AM λουτρόν, Α επικ. τ. λοετρόν, δωρ. τ. λωτρόν)
1. το πλύσιμο του σώματος με θερμό ή ψυχρό νερό για καθαρισμό ή για θεραπευτικούς σκοπούς (α. «κάθε πρωί κάνει λουτρό» β. «καὶ σχεδὸν τί μοι ὥρα τραπέσθαι πρὸς τὸ λουτρόν», Πλάτ.)
2. μέρος οικήματος ή δημόσιο οίκημα με κατάλληλες εγκαταστάσεις, όπου πλένεται κάποιος, λουτρώνας («γυμνάσια καὶ λουτρά», Ξεν.)
3. το βάπτισμα («ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιδιαίτερο δωμάτιο στο σπίτι για πλύσιμο, νίψιμο ή και για αφόδευση
2. η παρατεταμένη εμβάπτιση του σώματος ή τμήματος του σώματος σε υγρό, ημίρρευστο ή αεριώδες μέσο για διατήρηση ή αποκατάσταση της υγείας
3. το μέσο στο οποίο γίνεται η εμβάπτιση του σώματος (α. θερμά λουτρά» β. «φαρμακευτικά λουτρά» γ. «θειούχα λουτρά» δ. «αεριώδη λουτρά»)
4. η εμβάπτιση ενός πράγματος σε νερό ή σε χημική ουσία για επιδίωξη τεχνικού σκοπού
5. (μεταλργ.) δοχείο που περιέχει άλας σε κατάσταση τήξης με σκοπό την ηλεκτρόλυσή του
6. στον πληθ. τα λουτρά
θαλάσσια ή άλλη περιοχή, όπου υπάρχουν ιαματικές πηγές με κατάλληλες εγκαταστάσεις για λουτροθεραπεία («τα λουτρά της Αιδηψού»)
φρ. «έμεινε στα κρύα του λουτρού» — διαψεύστηκαν οι ελπίδες του ή έμειναν ανεκπλήρωτες οι επιθυμίες του
8. παροιμ. «όποιος μπει στο λουτρό θα ιδρώσει» — όποιος αναλαμβάνει δύσκολη δουλειά θα κουραστεί
μσν.
κάθαρση, εξαγνισμός
αρχ.
1. το νερό με το οποίο πλένεται κάποιος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν», Σοφ.)
2. σπονδές ή χοές που προσφέρονταν στους νεκρούς) «νεκρῷ λουτρὰ περιβαλεῖν μ' ἔα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τρόν (πρβλ. δαιτρόν, κάτοπτρον).
ΠΑΡ. λουτρικός, λουτρίς, λουτρών(-ας)
αρχ.
λούτριον, λουτρούμαι
μσν.
λουτρίκι, λούτρισμα
μσν.- νεοελλ.
λουτράρης
νεοελλ.
λουτρατζής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λουτροφόρος
αρχ.
λουτροδάικτος, λουτροποιός, λουτροχόος
μσν.
λουτρόθυρα, λουτροκάμινος
νεοελλ.
λουτροθεραπεία, λουτροθεραπευτικός, λουτροκαμπινές, λουτροπαροχή, λουτροπετσέτα, λουτρόπολη, λουτροπουκάμισο, λουτρότοπος. (Β' συνθετικό) αρχ. απόλουτρον, έκλουτρον, επίλουτρον, σύλλουτρον
νεοελλ.
αερόλουτρον, αμμόλουτρο, ατμόλουτρο, αφρόλουτρο, ηλεκτρόλουτρο, ηλιόλουτρο, ημίλουτρο, θερμόλουτρο, ιλυόλουτρο, λασπόλουτρο, παραφινόλουτρο, πιτυρόλουτρο, ποδόλουτρο, σαπωνόλουτρο, φωτόλουτρο].