λοφούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοφοῡμαι, -όομαι (Α) [[λόφος]]<br />[[γίνομαι]] [[λόφος]], υψώνομαι σε λόφο.
|mltxt=λοφοῦμαι, -όομαι (Α) [[λόφος]]<br />[[γίνομαι]] [[λόφος]], υψώνομαι σε λόφο.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

λοφοῦμαι, -όομαι (Α) λόφος
γίνομαι λόφος, υψώνομαι σε λόφο.