μελισσολόι: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(24) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σμήνος]], [[σμάρι | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]<br /><b>2.</b> [[βόμβος]] μελισσιού, [[μελισσοβούισμα]] («[[κάτι]] σα [[βουητό]], σα μελισσόι», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο και πυκνό [[πλήθος]] ανθρώπων που θορυβούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λόι</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[beeswarm]]=== | |||
Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 1 March 2024
Greek Monolingual
το
1. σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι
2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.)
3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -λόι].
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre