μεστώνω: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM μεστῶ, -όω) [[μεστός]]<br />[[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[κάνω]] [[κάτι]] μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, το [[κάνω]] να ωριμάσει, το [[σχηματίζω]] πλήρως («ο [[ήλιος]] μέστωσε τα στάχια»)<br /><b>2.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]], [[γίνομαι]], ψήνομαι, [[δένω]] («τα αχλάδια μέστωσαν»)<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) σχηματίζομαι, διαπλάσσομαι πλήρως σωματικά («μεστωμένο [[παλικάρι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] σε [[ωριμότητα]], αναπτύσσομαι πνευματικά («ευτυχώς, το [[μυαλό]] του μέστωσε επιτέλους»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(ΑM μεστῶ, -όω) [[μεστός]]<br />[[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[κάνω]] [[κάτι]] μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, το [[κάνω]] να ωριμάσει, το [[σχηματίζω]] πλήρως («ο [[ήλιος]] μέστωσε τα στάχια»)<br /><b>2.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]], [[γίνομαι]], ψήνομαι, [[δένω]] («τα αχλάδια μέστωσαν»)<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) σχηματίζομαι, διαπλάσσομαι πλήρως σωματικά («μεστωμένο [[παλικάρι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] σε [[ωριμότητα]], αναπτύσσομαι πνευματικά («ευτυχώς, το [[μυαλό]] του μέστωσε επιτέλους»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>μεστοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καλύπτομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γεμίζω]] με [[κάτι]], [[χορταίνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
(ΑM μεστῶ, -όω) μεστός
γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, το κάνω να ωριμάσει, το σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια»)
2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι, ψήνομαι, δένω («τα αχλάδια μέστωσαν»)
3. (για πρόσωπα) σχηματίζομαι, διαπλάσσομαι πλήρως σωματικά («μεστωμένο παλικάρι»)
4. μτφ. φθάνω σε ωριμότητα, αναπτύσσομαι πνευματικά («ευτυχώς, το μυαλό του μέστωσε επιτέλους»)
μσν.
παθ. μεστοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι
αρχ.
παθ. γεμίζω με κάτι, χορταίνω.