μεταλλουργείο: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(25) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α | |mltxt=το (Α μεταλλουργεῖον) [[μεταλλουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργοστάσιο]] όπου γίνεται η [[εξαγωγή]] τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η [[κατεργασία]] τών μετάλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλείο]], [[ορυχείο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (Α μεταλλουργεῖον) μεταλλουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων
αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο.