μεταλλουργείο

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

το (Α μεταλλουργεῖον) μεταλλουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων
αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο.