μητροκτησία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[κληρονομιά]] από μητρική [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτησία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κτητος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i>), | |mltxt=η<br />[[κληρονομιά]] από μητρική [[περιουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτησία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κτητος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κτῶμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-<i>κτησία</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
κληρονομιά από μητρική περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κτησία (< -κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].