μικρόχαρος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και [[μικροχαρής]], -ές (Α [[μικροχαρής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με [[μικροπράγματα]]<br /><b>2.</b> [[μικροπρεπής]], [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[χαρά]]), | |mltxt=-η, -ο και [[μικροχαρής]], -ές (Α [[μικροχαρής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με [[μικροπράγματα]]<br /><b>2.</b> [[μικροπρεπής]], [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[χαρά]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>χαρος</i>, [[περί]]-<i>χαρος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο και μικροχαρής, -ές (Α μικροχαρής, -ές)
1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα
2. μικροπρεπής, κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό-χαρος, περί-χαρος].