μικρόχαρος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
-η, -ο και μικροχαρής, -ές (Α μικροχαρής, -ές)
1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα
2. μικροπρεπής, κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό-χαρος, περί-χαρος].