νυκτερευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῡσαι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῡσαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερευτής:''' οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτής Medium diacritics: νυκτερευτής Low diacritics: νυκτερευτής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: nyktereutḗs Transliteration B: nyktereutēs Transliteration C: nyktereftis Beta Code: nuktereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who hunts or fishes by night, Pl.Lg.824.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῡ θηρεῡσαι», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.