μπατζανάκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(26)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ισσα και -αινα<br />ο [[σύζυγος]] ή η [[σύζυγος]] δύο αδελφών, [[σύγγαμβρος]] ή [[συνυφάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>bacanak</i>].
|mltxt=[[μπατζανάκης]], ο, θηλ. [[μπατζανάκισσα]] και [[μπατζανάκαινα]]<br />ο [[σύζυγος]] ή η [[σύζυγος]] δύο αδελφών, [[σύγγαμβρος]] ή [[συνυφάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>bacanak</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:06, 13 January 2024

Greek Monolingual

μπατζανάκης, ο, θηλ. μπατζανάκισσα και μπατζανάκαινα
ο σύζυγος ή η σύζυγος δύο αδελφών, σύγγαμβρος ή συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bacanak].