μπατζανάκης
From LSJ
Greek Monolingual
μπατζανάκης, ο, θηλ. μπατζανάκισσα και μπατζανάκαινα
ο σύζυγος ή η σύζυγος δύο αδελφών, σύγγαμβρος ή συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bacanak].
μπατζανάκης, ο, θηλ. μπατζανάκισσα και μπατζανάκαινα
ο σύζυγος ή η σύζυγος δύο αδελφών, σύγγαμβρος ή συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bacanak].