μυλιώ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(26)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυλιῶ, -άω (Α)<br />(μόνο στην επ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>) [[τρίζω]] τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[Ἡσίοδος]], τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. [[Κράτης]] δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ τὸ διὰ ψῡχος μὴ ἔχειν εὐκινήτῳ δυνάμει χρήσασθαι», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάω</i>, δηλωτική ασθενειών (<b>πρβλ.</b> [[μυρμηκιώ]]). Βλ. και λ. [[μυλούμαι]]].
|mltxt=μυλιῶ, -άω (Α)<br />(μόνο στην επ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>) [[τρίζω]] τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[Ἡσίοδος]], τὰ χείλη κινοῦν
τες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. [[Κράτης]] δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ τὸ διὰ ψῡχος μὴ ἔχειν εὐκινήτῳ δυνάμει χρήσασθαι», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάω</i>, δηλωτική ασθενειών (<b>πρβλ.</b> [[μυρμηκιώ]]). Βλ. και λ. [[μυλούμαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

μυλιῶ, -άω (Α)
(μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ.
β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῦν τες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ τὸ διὰ ψῡχος μὴ ἔχειν εὐκινήτῳ δυνάμει χρήσασθαι», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκιώ). Βλ. και λ. μυλούμαι].