ομοιόσκευος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ενδυμασία]] ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>σκευος</i>].
|mltxt=[[ὁμοιόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ενδυμασία]] ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]]»), [[πρβλ]]. [[ομόσκευος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομόσκευος].