μυρτωτή: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrtoti
|Transliteration C=myrtoti
|Beta Code=murtwth/
|Beta Code=murtwth/
|Definition=ἡ, a kind of vase <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">patterned with myrtle-sprays, AJ</b>A<span class="bibl">31.349</span>.</span>
|Definition=ἡ, a kind of vase <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">patterned with myrtle-sprays, AJ</b>A<span class="bibl">31.349</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρτωτή]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μυρτ</i>-[[ωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]), <b>πρβλ.</b> [[κηρωτή]]].
|mltxt=[[μυρτωτή]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μυρτ</i>-[[ωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]), <b>πρβλ.</b> [[κηρωτή]]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτωτή Medium diacritics: μυρτωτή Low diacritics: μυρτωτή Capitals: ΜΥΡΤΩΤΗ
Transliteration A: myrtōtḗ Transliteration B: myrtōtē Transliteration C: myrtoti Beta Code: murtwth/

English (LSJ)

ἡ, a kind of vase    A patterned with myrtle-sprays, AJA31.349.

Greek Monolingual

μυρτωτή, ἡ (Α)
είδος αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυρτ-ωτός (< μύρτος), πρβλ. κηρωτή].