νεκροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(26)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεκροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, [[τυμβωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[νεκροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, [[τυμβωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[φόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόνος: ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. τυμβωρύχος, Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des morts.
Étymologie: νεκρός, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

νεκροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-φόνος.

Greek Monotonic

νεκροφόνος: ὁ (*φένω), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.