οποτεδήποτε: Difference between revisions
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ὁποτεδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> σε οποιαδήποτε [[περίπτωση]], σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα [[οποτεδήποτε]] θελήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπότε]] <span style="color: red;">+</span> αορστλ. [[μόριο]] [[δήποτε]] ( | |mltxt=(Α ὁποτεδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> σε οποιαδήποτε [[περίπτωση]], σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα [[οποτεδήποτε]] θελήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπότε]] <span style="color: red;">+</span> αορστλ. [[μόριο]] [[δήποτε]] ([[πρβλ]]. [[οσακιςδήποτε]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
(Α ὁποτεδήποτε)
επίρρ. σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα οποτεδήποτε θελήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οσακιςδήποτε)].