οποτεδήποτε: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ὁποτεδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> σε οποιαδήποτε [[περίπτωση]], σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα [[οποτεδήποτε]] θελήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπότε]] <span style="color: red;">+</span> αορστλ. [[μόριο]] [[δήποτε]] (<b>πρβλ.</b> <i>οσακις</i>-[[δήποτε]])].
|mltxt=(Α ὁποτεδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> σε οποιαδήποτε [[περίπτωση]], σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα [[οποτεδήποτε]] θελήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπότε]] <span style="color: red;">+</span> αορστλ. [[μόριο]] [[δήποτε]] ([[πρβλ]]. [[οσακιςδήποτε]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

(Α ὁποτεδήποτε)
επίρρ. σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα οποτεδήποτε θελήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οσακιςδήποτε)].