οξύκερως: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύκερως]], -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («[[ὀξύκερως]] θήρ», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέρας]], <i>κέρως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κερως</i>)].
|mltxt=[[ὀξύκερως]], -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («[[ὀξύκερως]] θήρ», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέρας]], <i>κέρως</i> ([[πρβλ]]. [[μονόκερως]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, κέρως (πρβλ. μονόκερως)].