ομιχλούμαι: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(28)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀμιχλοῡμαι και ὁμιχλοῡμαι, -όομαι (Α) [[ομίχλη]]<br />[[γίνομαι]] [[ομιχλώδης]].
|mltxt=ὀμιχλοῦμαι και ὁμιχλοῦμαι, -όομαι (Α) [[ομίχλη]]<br />[[γίνομαι]] [[ομιχλώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὀμιχλοῦμαι και ὁμιχλοῦμαι, -όομαι (Α) ομίχλη
γίνομαι ομιχλώδης.