ομιχλούμαι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ὀμιχλοῦμαι και ὁμιχλοῦμαι, -όομαι (Α) ομίχλη
γίνομαι ομιχλώδης.