ξεφωνητό: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> ισχυρή και παρατεταμένη [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> [[οιμωγή]], [[θρήνος]]<br /><b>3.</b> έντονη [[αποδοκιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ξεφωνώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυνηγ</i>-<i>ητό</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> ισχυρή και παρατεταμένη [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> [[οιμωγή]], [[θρήνος]]<br /><b>3.</b> έντονη [[αποδοκιμασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ξεφωνώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> ([[πρβλ]]. [[κυνηγητό]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

το
1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή
2. οιμωγή, θρήνος
3. έντονη αποδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγητό)].