Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνηγητό

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το
1. κυνήγημα, καταδίωξη
2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα το άλλο
3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτησημετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που χρειαζόμουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του ρηματ. επιθ. κυνηγητός του ρ. κυνηγώ].