οδυναίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδυναίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />[[ανώμαλος]] συγκριτ. τ. του [[οδυνηρός]] ή του [[οδυνώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό <i>οδυνηρότερος</i> του [[ὀδυνηρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίτερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παλ</i>-<i>αίτερος</i>, <i>σχολ</i>-<i>αίτερος</i>)].
|mltxt=[[ὀδυναίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />[[ανώμαλος]] συγκριτ. τ. του [[οδυνηρός]] ή του [[οδυνώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό <i>οδυνηρότερος</i> του [[ὀδυνηρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίτερος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλαίτερος]], [[σχολαίτερος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀδυναίτερος, -έρα, -ον (Α)
ανώμαλος συγκριτ. τ. του οδυνηρός ή του οδυνώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος του ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. -αίτερος (πρβλ. παλαίτερος, σχολαίτερος)].