οδυναίτερος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀδυναίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />[[ανώμαλος]] συγκριτ. τ. του [[οδυνηρός]] ή του [[οδυνώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό <i>οδυνηρότερος</i> του [[ὀδυνηρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίτερος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ὀδυναίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />[[ανώμαλος]] συγκριτ. τ. του [[οδυνηρός]] ή του [[οδυνώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό <i>οδυνηρότερος</i> του [[ὀδυνηρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίτερος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλαίτερος]], [[σχολαίτερος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀδυναίτερος, -έρα, -ον (Α)
ανώμαλος συγκριτ. τ. του οδυνηρός ή του οδυνώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος του ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. -αίτερος (πρβλ. παλαίτερος, σχολαίτερος)].