πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνηο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.). επίρρ...ὀδυνωδῶς (Α)με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.