οδυνώδης

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνη
ο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὀδυνωδῶς (Α)
με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.