ανώμαλος
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώμαλος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος
2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος
3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος
4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς κανόνες
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που παρουσιάζει αφύσικη σεξουαλική συμπεριφορά
αρχ.
(για πρόσωπα) ασταθής, ασυνεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ομαλός. Το -ω- (ανώμαλος) από έκταση του φωνήεντος λόγω σύνθεσης].