ὁμονοητικός: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμονοητικός]], -ή, -όν (Α) [[ομονοώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ομόνοια]], αυτός που επιφέρει [[αρμονία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμονοητικόν</i><br />[[ομόνοια]], [[αρμονία]], [[σύμπνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμονοητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο που συμβάλλει στην [[ομόνοια]], που επιφέρει [[σύμπνοια]] («ὁμονοητικῶς λέγειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται [[κανείς]] σε [[σύμπνοια]] με κάποιον.
|mltxt=[[ὁμονοητικός]], -ή, -όν (Α) [[ομονοώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ομόνοια]], αυτός που επιφέρει [[αρμονία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμονοητικόν</i><br />[[ομόνοια]], [[αρμονία]], [[σύμπνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμονοητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο που συμβάλλει στην [[ομόνοια]], που επιφέρει [[σύμπνοια]] («ὁμονοητικῶς λέγειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται [[κανείς]] σε [[σύμπνοια]] με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμονοητικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-ικῶς ἔχειν</i>, έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[φρονώ]] το ίδιο, στον ίδ.
}}
}}