ομοτελής: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοτελής]], -ές)<br />αυτός που πληρώνει τα [[ίδια]] [[τέλη]], τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, [[ισοτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[φόρος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοτελής]], -ές)<br />αυτός που πληρώνει τα [[ίδια]] [[τέλη]], τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, [[ισοτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[φόρος]]»), [[πρβλ]]. [[ισοτελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισοτελής].