παρακαθέζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(30) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[κάθομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον («[[παρακαθεζόμενος]] οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=Α<br />[[κάθομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον («[[παρακαθεζόμενος]] οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακαθέζομαι:''' садиться или сидеть рядом (τινι Plat., Arph., Xen., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἕζομαι), sich daneben oder dabei niedersetzen, daneben oder dabei niedersitzen, τινί, Plat. Charmid. 153 e; Ar. Plut. 727; Xen. Mem. 4, 2, 8; Sp., auch παρακαθεσθείς.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀρτοξ. 26· ὅρα καθέζομαι.
French (Bailly abrégé)
s’asseoir ou se tenir assis à côté de, auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καθέζομαι.
Greek Monolingual
Α
κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
παρακαθέζομαι: садиться или сидеть рядом (τινι Plat., Arph., Xen., Plut.).