παρανοώ: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(31) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ | |mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 15 February 2019
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ νοώ
αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)
αρχ.
παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», Αριστοτ.).