πείσα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε τετληυῑα νωμελέως», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε τετληυῖα νωμελέως», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῖα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].