πνίξιμο: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πνιγμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] για [[πνίξιμο]]» και «θέλει [[πνίξιμο]]»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για κάποιον που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αόρ. <i>έ</i>-<i>πνιξ</i>-<i>α</i> του [[πνίγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρήξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πνιγμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] για [[πνίξιμο]]» και «θέλει [[πνίξιμο]]»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για κάποιον που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αόρ. <i>έ</i>-<i>πνιξ</i>-<i>α</i> του [[πνίγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[πρήξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. πνιγμός
2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο»
μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αόρ. έ-πνιξ-α του πνίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].