πρήξιμο

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

το, Ν
οίδημα, φούσκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρηξ- του αορ. έ-πρηξ-α του πρήζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ψάξιμο)].