κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
το, Νοίδημα, φούσκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρηξ- του αορ. έ-πρηξ-α του πρήζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ψάξιμο)].