ῥᾴτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(36)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ῥηΐτερος και [[ῥῄτερος]], -έρα, -ον, Α<br />(συγκρ. τ.) ευκολότερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥᾷ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτικού βαθμού].
|mltxt=και ῥηΐτερος και [[ῥῄτερος]], -έρα, -ον, Α<br />(συγκρ. τ.) ευκολότερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥᾷ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτικού βαθμού].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾴτερος:''' дор. compar. к [[ῥᾴδιος]].
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 835] irreg. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s., u. Lob. Phryn. 402 vergleiche.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ῥᾴδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ.) ευκολότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ + κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού].

Russian (Dvoretsky)

ῥᾴτερος: дор. compar. к ῥᾴδιος.