ριζοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥιζοβόλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] καρυόκαρο(ν)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>φυλλο</i>-[[βόλος]])].
|mltxt=ο / [[ῥιζοβόλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] καρυόκαρο(ν)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[φυλλοβόλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλοβόλος)].