φυλλοβόλος
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
(parox.), ον,
A shedding leaves, Thphr. HP 1.9.3.
2 φυλλόβολα, τά, fallen leaves, IG22.1362.7.
German (Pape)
[Seite 1315] die Blätter, das Laub abwerfend, verlierend, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perd son feuillage.
Étymologie: φύλλον, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοβόλος: -ον, οὗ πίπτουσι τὰ φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3.
Greek Monolingual
-α, -ο / φυλλοβόλος, -ον, ΝΜΑ
(για πολυετή φυτά) αυτός του οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός του οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β. «τὰ ἀειθαλῆ, τὰ φυλλοβόλα, τὰ ἀείφυλλα», Βασ.)
νεοελλ.
(για δάσος) αυτός που αποτελείται από δένδρα τών οποίων τα φύλλα πέφτουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.
Greek Monotonic
φυλλοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ρίχνει τα φύλλα, σε Αριστοφ.